- παρεμβάλλει
- παρεμβάλλωput in besidepres ind mp 2nd sgπαρεμβάλλωput in besidepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγκιβωτισμός — Λογοτεχνική τεχνική (στον χώρο κυρίως της αφηγηματικής πεζογραφίας), κατά την οποία ο συγγραφέας εγκαταλείπει προσωρινά την αφήγηση της κεντρικής υπόθεσης και παρεμβάλλει μια άλλη δευτερεύουσα και σχετικά αυτόνομη ιστορία, η οποία συνδέεται… … Dictionary of Greek
επιχωρώ — ἐπιχωρῶ, έω (Α) 1. υποχωρώ, ενδίδω (τὸ μὴ ἐπιχωρεῑν τοῑς ἀπιστοῡσιν τάδε», Σοφ.) 2. παραχωρὼ σε κάποιον («ὡς δὲ πάντα οἱ ἐπεχώρησαν, ἀνέζευξεν ἐς Πέργην», Αρρ.) 3. δίνω την άδεια 4. συγχωρώ («ἔνια τῶν πρὸς ἡδονὴν αὐτῷ καὶ δόξαν ἐπιχωρεῑν»,… … Dictionary of Greek
θερμοστάτης — Συσκευή ευαίσθητη στη θερμοκρασία του χώρου όπου βρίσκεται (αέρας, αέριο, υγρό κλπ.), η οποία παρέχει αυτόματα μία εντολή χειρισμού, όταν η θερμοκρασία φτάσει την τιμή για την οποία έχει αυτός ρυθμιστεί. Ο συνηθέστερος τύπος θ. είναι ο ηλεκτρικός … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
μεταγωγέας — Σύστημα ηλεκτρικών επαφών όμοιο, από κατασκευαστικής πλευράς, με διακόπτη, αλλά προορισμένο, αντί να κλείνει ή να ανοίγει απλώς ένα ηλεκτρικό κύκλωμα, να πραγματοποιεί πιο πολύπλοκους χειρισμούς. Ανάλογα με τη διάταξη των επαφών του, ο μ. μπορεί … Dictionary of Greek
προγραμματισμός — Διατύπωση και εφαρμογή ενός προγράμματος ή σχεδίου εργασίας στα διάφορα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας· στην οικονομία, ένα σύνολο μέτρων, που αποβλέπουν στο να πλαισιώσουν την οικονομική εξέλιξη μιας χώρας μέσα σε ένα πρόγραμμα. Eκτός του… … Dictionary of Greek
συμποικιλτής — ὁ, Μ [συμποικίλλομαι] τεχνίτης που παρεμβάλλει ποικίλματα στην ύφανση … Dictionary of Greek
φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Βέκι, Οράτιο Τιβέριο — (Oratio Tiberio Vecchi, Μοντένα 1550 – 1605). Ιταλός συνθέτης. Η φήμη του οφείλεται κυρίως στο έργο του Αμφιπαρνασσός (Amfiparnaso), μια συλλογή από πεντάφωνα μαδριγάλια λαϊκού χαρακτήρα. Επηρεασμένος από το κοσμικού τύπου μαδριγάλι που… … Dictionary of Greek